- διθάλασσος
- διθάλασσος, -ον (Α)αυτός που διαιρείται σε δύο θάλασσες ή σχηματίζει δύο θάλασσες («ἔτσι δὲ διθάλαττος τρόπον τινὰ οὗτοςο Εὔξεινος», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διθάλασσος — divided into two seas masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διθάλασσον — διθάλασσος divided into two seas masc/fem acc sg διθάλασσος divided into two seas neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διθάλαττον — διθάλασσος divided into two seas masc/fem acc sg (attic) διθάλασσος divided into two seas neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διθάλασσοι — διθάλασσος divided into two seas masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διθάλαττα — διθάλασσος divided into two seas neut nom/voc/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διθάλαττος — διθάλασσος divided into two seas masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Черное море — в древности после колонизации Pontos Euxeinos, что значит гостеприимное море, получило наименование по новогречески Mauri Thalassa северное море, а у турок известно под именем Кара Денгиз. Оно простирается от запада к востоку на 1160 км по… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
ԵՐԿԾՈՎ — ( ) NBH 1 0694 Chronological Sequence: Early classical ա. διθάλασσος, ττος bimaris, qui utrinque mari adluitur Ուր են կրկին անցք կամ կիրճք ծովու. ... իքի տէնիզ կամ պօղազ արասը. որպէս ընդ մելիտենէ եւ ընդ գոդդոս, այսինքն ընդ մալթա կղզին, եւ ընդ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)